- εξιτήριος
- -α, -ο (AM ἐξιτήριος, -ον) [έξειμι]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριοδελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείοαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριοναποχαιρετιστήρια προσφώνηση, λόγοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριονσυστατικό γράμμααρχ.φρ. «ἐξιτήρια (ἱερά)» — θυσία στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.